- κροκοδιλόδηκτος
- κροκο-δῑλόδηκτος, ον,A bitten by a crocodile, Dsc.5.109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκοδιλόδηκτος — κροκοδιλόδηκτος, ον (Α) αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
κροκοδιλόβρωτος — κροκοδιλόβρωτος, ον (Α) κροκοδιλόδηκτος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό βρωτος, κεφαλό βρωτος] … Dictionary of Greek
κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ … Dictionary of Greek